Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄφαντος ἔρρει

См. также в других словарях:

  • πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… …   Dictionary of Greek

  • χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»