-
1 ἔῤῥω
ἔῤῥω, wohl ursprünglich mit Digamma Fέῤῥω, s. Ahrens Dial. Dor. p. 46 Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 490; Iliad. 8, 239 ἐνϑάδε ἔρρων; fut. ἐῤῥήσω, aor. ἤῤῥησα; langsam, mühselig einhergehen, wie der hinkende Hephästus, Il. 18, 421, Scholl. Aristonic. ὅτι ἔῤῥων οὐ ψιλῶς πορευόμενος, ἀλλὰ διὰ τὴν χωλότητα ἐπαχϑῶς βαδίζων; von dem traurig, rathlos umhergehenden Menelaus Od. 4, 367, Scholl. μετὰ λύπης μόνῳ πορευομένῳ, φϑειρομένῳ, καὶ μετὰ φϑορᾶς βαδίζοντι; vgl. H. h. Merc. 259. – Daher: zu seinem Unglück, unglücklicher Weise wohin gehen, kommen, in Etwas gerathen, Il. 9, 364 ἐνϑάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἐνϑάδε μετὰ φϑορᾶς παραγενόμενος; Iliad. 8, 239 ἐνϑάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ ἔῤῥων οὐκ ἔστι ψιλῶς παραγινόμενος, ἀλλὰ μετὰ φϑορᾶς · δυςαρεστεῖ γὰρ τῇ παρουσίᾳ, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 102. Besonders = zu seinem Verderben fortgehen, weggehen, u. geradezu untergehen, ἄτιμος ἔῤῥειν τοῠδ' ἀπόξενος πέδου Aesch. Eum. 844; Βακτρίων δ' ἔῤῥει πανώλης δῆμος, mit perf. Bdtg, das ganze Volk ist dahin, Pers. 718. 925; übertr., ὀμμάτων δ' ἐν ἀχηνίαις ἔῤῥει πᾶσ' Ἀφροδίτη Ag. 419; ἄφαντος ἔῤῥει ϑανασίμῳ χειρώματι, er ging unter, Soph. O. R. 560, wie O. C. 1775 τῷ κατὰ γῆς ὃς νέον ἔῤῥει, vom Sterben; τἀκείνου δέ σοι σωτήρι' ἔῤῥει, die Hoffnung auf Rettung ist verloren, El. 913; ἔῤῥει τὰ ϑεῖα, es geht unter, wird nicht mehr geachtet, O. R. 910; ὦ τλῆμον, εἰ τέϑνηκας, ἐξ οἵων καλῶν ἔῤῥεις καὶ πατρὸς ζηλωμάτων Eur. I. T. 739; ὦ Πρίαμε καὶ γῆ Τρῳάς, ὡς ἔῤῥεις μάτην Hel. 1220; ὡς Πόλυβον ἤῤῥησεν Ar. Ran. 1192, zum Polybus gerieth er hin. vgl. Lys. 336; in Prosa, αὐτὰ ἔῤῥει ταῦτα ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat. Phil. 24 d; πάντα ἔῤῥειν ταῦτα ἐν τῷ τότε χρόνῳ Legg. III, 677 c; ἕπεὶ γὰρ ὁ γέλως ἐκ τῶν ἀνϑρώπων ἀπόλωλεν, ἔῤῥει τὰ ἐμὰ πράγματα, ist's aus mit mir, Xen. Conv. 1, 15, vgl. Cyr. 6, 1, 3; ἔῤῥει τὰ καλά, das Glück ist hin, Hell. 1, 1, 23; Sp., wie Plut. von Cicero's Gedichten τὴν ποιητικὴν αὐτοῦ ἀκλεῆ καὶ ἄτιμον ἔῤῥειν συμβέβηκεν, ist untergegangen, Cic. 2. – Häufig im imperat. u. opt. als Ausdruck der Verachtung u. des Unwillens, Iliad. 22, 498 ἔρρ' οὕτως, packe dich, mache, daß du wegkommst; 8, 164 ἔρρε, κακὴ γλήνη, geh' zum Teufel, geh' zum Henker; 24, 239 ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες; Odyss. 10, 72 ἔρρ' ἐκ νήσου ϑᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων, vs. 75 ἔρρ', ἐπεὶ ἀϑανάτοισιν ἀπεχϑόμενος τόδ' ἱκάνεις, Scholl. μετὰ φϑορᾶς ἀναχώρει, Eustath. p. 1647, 62 τὸ δὲ ἔῤῥε, καίριον ὄν, δὶς ἐλέχϑη κατὰ ϑυμικὴν διάϑεσιν. ἑρμηνεύουσι δὲ αὐτὸ οἱ Ἀριστάρχιοι μετὰ φϑορᾶς ἄπιϑι; – ἀ σ πὶς ἐκείνη ἐῤῥέτω Archil. frg. 51; ἐῤῥέτω Ἴλιον Soph. Phil. 1185; σὺ δ' ἔῤῥ' ἀπόπτυστος O. C. 1385; ἔῤῥοι δ' ἂν αἰδώς El. 241; verstärkt ἔῤῥ' ἐς κρακας ϑᾶττον ἀφ' ἡμῶν Aristoph. Plut. 604; οὐκ ἐῤῥήσετε, οὐκ ἐς κόρακας ἐῤῥήσετε, werdet ihr euch nicht gleich zum Henker scheren, Lys. 1240 Paz 500; vgl. Vesp. 1329; folgende Dichter, ἔῤῥοις Antp. Th. 5 (V, 3); Ap. Rh. 3, 936; ἔῤῥ' ἀπ' ἐμεῖο Theocr. 20, 2; selten in späterer Prosa.
-
2 ἔρρω
A , Ar. (v. infr.): [tense] aor. 1 : [tense] pf. ἤρρηκα ([etym.] εἰς-) Id.Th. 1075:— go slowly: ἔρρων limping, of Hephaestus, Il.18.421 ; ἥ μ' οἴῳ ἔρροντι συνήντετο met me wandering alone, Od.4.367.II go or come to one's own harm,ἐνθάδε ἔρρων Il.8.239
,9.364 ; ὑπὸ γαίῃ ἐρρήσεις h.Merc. l.c.;ἄτιμος ἔρρειν A.Eu. 884
; ὡς Πόλυβον ἤρρησεν he went with a murrain to Polybus, Ar.Ra. 1192, cf.Lys. 336 (lyr.).2 mostly in imper., away ! begone !Il.
8.164, Thgn.601 ;ἔρρ' οὕτως Il.22.498
: pl.,ἔρρετε 24.239
, A.R.3.562 : [ per.] 3sg., away with him, let him go to ruin,Il.
20.349, Od.5.139 ;ἀσπὶς ἐκείνη ἐρρέτω Archil.6.4
; in a legal formula,αὐτὸς μὲν ϝερρέτω Berl.Sitzb.1927.8
([dialect] Locr., v B. C.), cf. Schwyzer 415 (Elis, v B. C.); ϝάρρην ib.409; ἐρρέτω Ἴλιον perish Troy ! S.Ph. 1200 (anap.): with a Prep.,ἔρρ' ἐκ νήσου θᾶσσον Od.10.72
;ἔρρ' ἀπ' ἐμεῖο Theoc.20.2
;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
; in [dialect] Att. strengthd., go hang!Ar.
Pl. 604 (anap.), Pherecr.70.5, etc.;ἐς κόρακας ἔρρειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alex.94.5
;ἔρρε εἰς ὄλεθρόν τε καὶ Ἄβυδον Lys.Fr.5a
: opt.ἔρροις AP5.2
(Antip. Thess.): part.,ἔρρων νυν αὐτὸς χἡ ξυνοικήσασά σοι.. γηράσκετ' E.Alc. 734
: [tense] fut., οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; Ar.Lys. 1240, Pax 500 ;εἰ μὴ 'ρρήσεθ' Id.V. 1329
(lyr.).3 of persons and things, to be clean gone, perish, disappear,ἔρρων ἐκ ναός A.Pers. 964
(lyr.); ἔρρει πανώλης ib. 732 (troch.);ἄφαντος ἔρρει S.OT 560
, cf.Pl.Lg. 677c;ἔρρει ταῦτα ἐκ τῆς αὑτῶν χώρας Id.Phlb. 24d
;ἔρρειν ἐκ τῆς τοῦ εἶναι ἕδρας Plot.3.7.4
; ἔρρει τὰ κᾶλα the ships are lost, Hippocr. ap. X.HG1.1.23 (prob.) ;ἔρρει πᾶσ' Ἀφροδίτα A.Ag. 419
(lyr.) ; ἔρρει τὰ θεῖα the honour due to the gods is gone, S.OT 910 (lyr.) ;ἔρρει δέμας φλογιστόν Id.El.57
;ἔρρεις μάτην E.Hel. 1220
;θανόντας ἔρρειν Id.Supp. 1113
; ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις from what fortunes hast thou fallen, Id.IT 379 ;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα X.Smp.1.15
, cf. Cyr.6.1.3.------------------------------------ -
3 ερρω
(fut. ἐρρήσω, aor. ἥρρησα)1) медленно идти, тащиться, плестисьὁ ἔρρων πλησίον ἐπὴ θρόνου ἷζε — с трудом продвигаясь поближе, (хромой Гефест) сел в кресло;
ἥ μ΄ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο Hom. — она встретилась мне, одиноко бродившему2) (велением рока) двигаться, отправляться, идти3) быть вытесненным, изгнанным(ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat.)
ἐκ ναὸς ἔ. Aesch. — быть сброшенным с корабля4) лишиться(ὀμμάτων ἔ. Aesch.)
ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις! Eur. — какой славной судьбы ты лишился бы!5) погибнуть, исчезнуть, пропасть(Βακτρίων ἔρρει πανώλης δῆμος Aesch.)
πόσον τίνα χρόνον ἄφαντος ἔρρει ; Soph. — сколько же времени тому назад бесследно исчез (царь Лаий)?;ἔρρει τὰ θεῖα Soph. — почитанию богов пришел конец;ἔρρει δέμας φλογιστόν Soph. — тело уничтожено огнем;τἀκείνου σωτήρι΄ ἔρρει Soph. — нет больше надежды на его спасение;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα! Xen. — дело мое пропало!, я погиб! (лат. actum est de me!);ἀχλεῆ ἔ. Plut. — бесславно пропасть, быть преданным забвению6) ( в проклятиях) убираться, проваливатьἔρρε, κακέ γλήνη! Hom. — сгинь, презренная баба! (лат. abi in malam rem!);
ἔρρ΄ ἐς κόρακας! Arph. — проваливай на съедение воронам! (лат. pasce corvos!);ἐρρέτω Ἴλιον! — пропади пропадом Илион!;ἔρρ΄ ἀπ΄ ἐμεῖο! Theocr. — прочь от меня! -
4 πόσος
πόσος, wie groß? wie viel? directes Fragewort; πόσον τι πλῆϑος ἦν νεῶν; Aesch. Pers. 324; πόσον τίν' ἤδη δῆϑ' ὁ Λάϊος χρόνον ἄφαντος ἔῤῥει; Soph. O. R. 558; u. in Prosa: πόσος ἀριϑμός, Plat. Theaet. 198 c; πόσου διδάσκει; für wie viel? Apol. 20 b; πόσων ἂν εἴη ποδῶν τὸ ὅλον, Men. 82 c; πόσον ἄπεστι, wie weit? Xen. Cyr. 6, 3, 10; Folgde.
-
5 χείρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χείρωμα
См. также в других словарях:
πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… … Dictionary of Greek
χείρωμα — τὸ, Α [χειρῶ (II)] 1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.) 2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.) 3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek